Η μελέτη των μεταλλαγών της περιοχής του Ελαιώνα αναδεικνύει ένα χαρακτηριστικό της περιοχής που παραμένει διαχρονικά – παρά τις τρομακτικές διαφοροποιήσεις του τρόπου με τον οποίο λαμβάνει χώρα. Αυτό αφορά στη σύνδεσή του με παραγωγικές δραστηριότητες που υποστηρίζουν την πόλη της Αθήνας. Με το πέρασμα του χρόνου από την αρχαία στη σύγχρονη εποχή, η ανάπτυξη και άλλων καλλιεργειών πέραν της ελιάς στα αγροκτήματα της περιοχής έδωσε τη σκυτάλη στη σταδιακή εγκατάσταση των πρώτων επαγγελματικών ομάδων στις παρυφές της, πριν τη συγκρότηση του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Στον 19ο αιώνα η δυτική πλευρά της πόλης άρχισε να διαμορφώνει τον χειροτεχνικό και βιοτεχνικό χαρακτήρα της και να συγκεντρώνει τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις. Πλησιάζοντας προς τον 20αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του, αυξήθηκε η βιοτεχνική παραγωγή και εμφανίστηκε η βιομηχανική δραστηριότητα. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και ως το 1940 οι βιομηχανικές μονάδες από τις παρυφές συνέχισαν να εγκαθίστανται στο εσωτερικό του Ελαιώνα.

Το 1937, μετά την παγκόσμια κρίση του 1929, η ελληνική παραγωγή έφτασε στο υψηλότερο σημείο της, αλλά η ανοδική της πορεία διακόπηκε απότομα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που άφησε πίσω του μια χώρα κατεστραμμένη. Μετά τη λήξη και του εμφυλίου πολέμου το 1949, αρχίζει η πρώτη ομαλή φάση της ανασυγκρότησης. Η αστικοποίηση της Αθήνας με την εισροή περισσότερων του μισού εκατομμυρίου νέων κατοίκων – προερχόμενων κυρίως από την αγροτική έξοδο – αποτυπώνεται στην κυριαρχία της πολυκατοικίας σε ευρύτερα μεσαία στρώματα καθώς και στην αυθαίρετη δόμηση, σε περιαστικές κυρίως περιοχές, ιδιαίτερα σε αυτές που γειτνιάζουν με τη βιομηχανία.

Οι αναπτυξιακές επιλογές που εν τέλει κυριαρχούν οδηγούν στην επικράτηση της ελαφριάς βιομηχανίας με συμμετοχή του ξένου κεφαλαίου καθώς και στη στήριξη της οικοδομής. Μετά το 1950 και κυρίως μετά το 1960 σημειώνεται σημαντική βιομηχανική ανάπτυξη η οποία μεταμορφώνει, γρήγορα και απολύτως καθοριστικά, την εικόνα του Ελαιώνα. Η μεταπολεμική ανάπτυξη της βιομηχανικής δραστηριότητας, ωστόσο, δεν ακολούθησε κάποιο οργανωμένο σχέδιο ρύθμισης. Ο όποιος σχεδιασμός, ρυθμίσεις και παρεμβάσεις που προωθήθηκαν κατά καιρούς, ακολούθησαν βασικά τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, με αποτέλεσμα την εμφάνιση και παγίωση σημαντικών προβλημάτων στη λειτουργικότητα της περιοχής.

Όπως σημείωνε η Μελέτη Καταγραφής και Βιωσιμότητας των Βιομηχανικών Δραστηριοτήτων του Ελαιώνα (ΕΜΠ 1992α), «το θεσμικό πλαίσιο και οι ρυθμίσεις που άμεσα ή έμμεσα αφορούν στην περιοχή του έχουν συντελέσει στη διαμόρφωση ενός κλίματος αβεβαιότητας, που λειτουργεί ως εμπόδιο σε περαιτέρω επενδυτικές πρωτοβουλίες αλλά και που τείνει να ενισχύσει μία κυρίαρχη πλέον συνθήκη υποβάθμισης του Ελαιώνα». Η περίοδος των 25 χρόνων που ακολούθησαν τον εμφύλιο πόλεμο κλείνει τον κύκλο της στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Η περίοδος αυτή, που έχει χαρακτηρισθεί και ως «περίοδος της εύκολης ανάπτυξης», διαμορφώνει ένα συγκεκριμένο υπόδειγμα βιομηχανικής ανάπτυξης. Τα χαρακτηριστικά αυτού του υποδείγματος επηρεάζουν τη φύση των κραδασμών της μεταβατικής 27 περιόδου και το περιεχόμενο μακροχρόνιων εξελίξεων1 . Ταυτοχρόνως έχουν εξέχουσα σημασία για τον τρόπο με τον οποίο ο Ελαιώνας διαμορφώνεται ως «πίσω αυλή», με βιομηχανικό αρχικά χαρακτήρα, της πόλης της Αθήνας.

Αξίζει να σημειωθεί πως μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1940, η Λεωφόρος Πέτρου Ράλλη, που συνδέει την Αθήνα με τη γειτονιά της Νίκαιας μέσω του Ελαιώνα, είχε ήδη ολοκληρωθεί. Μετά το 1956 είχε περατωθεί και η κατασκευή της λεωφόρου Κηφισού, μετατρέποντας τον ποταμό κατά μήκος της σε κλειστό αγωγό και τον Ελαιώνα σε απομονωμένο θύλακα χωρίς επικοινωνία με τον περιβάλλοντα αστικό ιστό. Έτσι, η περιοχή άρχισε να συγκεντρώνει και τις πρώτες μεταφορικές εταιρείες, μαζί με αποθήκες και χονδρεμπόριο. Η φιλοσοφία ενίσχυσης των μεταφορών με ΙΧ αποτέλεσε τη δεύτερη βασική παράμετρο μετασχηματισμού.

Χαρακτηριστική ήταν η απόφαση του 1970 για την κατασκευή ανισόπεδων κόμβων στις παρακηφίσιες λεωφόρους και η κάλυψη του Κηφισού και των συμβαλλόντων ρεμάτων – στο τμήμα μεταξύ της Πέτρου Ράλλη και των τριών γεφυρών – με την δημιουργία οδικής λεωφόρου. Η εμφάνιση των πρακτορείων μεταφορών και οι αποθήκες, συνοδεύτηκαν από τη χωροθέτηση διάφορων άλλων λειτουργιών, όπως της κεντρικής λαχαναγοράς, του κέντρου υψηλής τάσης της ΔΕΗ, των αποθηκών του ΟΤΕ, του κέντρου εκκένωσης βυτίων γνωστού ως «χαβούζα» του Ρέντη και των αμαξοστασίων του ΟΑΣΑ. Οι αρχές της δεκαετίας του ’70 σημαδεύτηκαν από την πτώση της δικτατορίας και την πετρελαϊκή κρίση του 1973.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 λαμβάνει χώρα σημαντική υποχώρηση του δυναμισμού της ελληνικής βιομηχανίας η οποία δυσκολεύεται να προσαρμοσθεί στις νέες συνθήκες ανταγωνισμού που διαμορφώθηκαν με την εξέλιξη της οικονομικής κρίσης. Η δυσκολία προσαρμογής σχετίζεται με τα ήδη διαμορφωμένα χαρακτηριστικά της, την ισχνή οικονομική βάση και την έλλειψη τεχνολογικού μετασχηματισμού. Η ένταξη στην ΕΟΚ επιδεινώνει τη θέση της, λόγω ενδογενών προσδιοριστικών παραγόντων αλλά και των διαδικασιών άνισης ανάπτυξης στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής αγοράς. Σε αυτό το έδαφος ξεκινάει με ένταση η συζήτηση για τον σχεδιασμό του Ελαιώνα στα τέλη της δεκαετίας του 1970, σε ένα φόντο της λεγόμενης τότε «κρίσης της βιομηχανίας» και το βάρος των πολιτικών – παρόλ’ αυτά – να εστιάζει κυρίως στην κατάφωρη περιβαλλοντική υποβάθμιση, η οποία βέβαια ήταν υπαρκτή. Παρά τα όποια προβλήματα, ωστόσο, η περιοχή παρουσιάζει έναν ιδιαίτερο οικονομικό δυναμισμό.

Το σύνολο των ερευνών και μελετών που έχουν πραγματοποιηθεί για την περιοχή του 1 Οι Βαΐτσος και Γιαννίτσης θεωρούν ότι η «εύκολη ανάπτυξη» α) στηρίχθηκε στο πλεονάζον εργατικό δυναμικό της χώρας και την εσωτερική εργασιακή μετανάστευση, β) ώθησε στην εξωτερική μετανάστευση πάνω από ένα εκατομμύριο εργαζόμενους, που δεν μπόρεσε να απορροφήσει παραγωγικά ή στη δημοσιοϋπαλληλική κατοχύρωση της απασχόλησης, γ) αξιοποίησε, παραμένοντας συγχρόνως σχεδόν πλήρως εξαρτημένη, εισαγόμενες και σε μεγάλο βαθμό ενσωματωμένες στις εισαγωγές παραγωγικές γνώσεις, χωρίς, παράλληλα, να εμπλουτίσει και να διευρύνει ουσιαστικά το εγγενές της τεχνολογικό και γενικότερο γνωσιολογικό υπόβαθρο, δ) προώθησε την εξειδίκευση σε παραδοσιακές, γνωσιολογικά μη απαιτητικές, δραστηριότητες, ε) εξάρτησε το υπόδειγμα ανάπτυξης από τη δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα (εγχώριου και ξένου), όπως αυτός εκπροσωπήθηκε και εδραιώθηκε από τις συγκρούσεις του εμφύλιου πολέμου και των πολιτικών δομών της αμέσως μεταπολεμικής περιόδου, μαζί με έναν έντονο κρατικό παρεμβατισμό για την «ανάπτυξη του πολιτικό-κοινωνικού status quo» (Βαΐτσος και Γιαννίτσης 1987 σσ. 126-128, Γιαννίτσης 1988β σσ.13-38). 28 Ελαιώνα υπογραμμίζει τον σημαντικό παραγωγικό χαρακτήρα του.

Το γενικό συμπέρασμα και των δύο ερευνητικών προγραμμάτων του ΙΟΒΕ (2005-2006 / 2013) σχετικά με την αναπτυξιακή φυσιογνωμία της περιοχής ήταν ότι ο Ελαιώνας αποτελεί «παραδοσιακά μια αναγκαία συμπληρωματική χωροταξική και παραγωγική υποενότητα του μητροπολιτικού πυρήνα της Αττικής, με σημαντική συνεισφορά στην τοπική και περιφερειακή οικονομία. Η θέση, σε συνδυασμό με τις οικονομικοκοινωνικές καταβολές της περιοχής, έχουν διαμορφώσει στις διάφορες φάσεις εξέλιξής της έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, […], ο οποίος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να περιορισθεί και να αλλοιωθεί, αλλά αντίθετα να διατηρηθεί και να αναβαθμισθεί. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει να επιλυθούν πρωταρχικά τα σημαντικά προβλήματα που είναι περισσότερο λειτουργικής παρά οικονομικής υφής» (ΙΟΒΕ 2006, σ.11).

Ο σχεδιασμός που προωθήθηκε τα χρόνια που ακολούθησαν οριοθέτησε τον Ελαιώνα κατασκευάζοντας ένα «νησί» εντός του Λεκανοπεδίου, περικλείοντας όλα τα εκτός σχεδίου κομμάτια των σημερινών πέντε – και τότε έξι – δήμων. Αυτή η επιλογή οδήγησε σε δισεπίλυτα προβλήματα διαχείρισης και διακυβέρνησης που σχετίζονταν με την εφαρμογή του σχεδίου, το οποίο είχε ενιαία φιλοσοφία αλλά όχι ενιαίο φορέα υλοποίησης. Επιπλέον, περιέκλεισε περιοχές με διαφορετικές ταυτότητες και χαρακτηριστικά, τα οποία επιμέρους προσεγγίσεις και σχέδια είναι πιθανόν να μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά. Η οριοθέτηση δε σε συνδυασμό με τον στιγματισμό, που έλαβε ο Ελαιώνας στον δημόσιο λόγο, και την έλλειψη στρατηγικής για τη μεταποίηση, έθεσε επισήμως και τα όρια της «πίσω αυλής» με σημαντική συνέπεια για τις εξελίξεις που ακολούθησαν. Με την πάροδο των χρόνων οι μεταφορές διογκώθηκαν και σήμερα η σχέση μεταξύ μεταφορικών υπηρεσιών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων δεν είναι πλέον μόνον ή κυρίως η υποστήριξη των δεύτερων από τις πρώτες. Η μεταποιητική δραστηριότητα χάνει διαρκώς έδαφος προς όφελος του μεταφορικού / αποθηκευτικού τομέα και άλλων χρήσεων του τριτογενή τομέα, όπως οι αθλητικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες και οι υπηρεσίες. Στα παραπάνω συνέβαλαν η αυξανόμενη γενικά ζήτηση για μεταφορικές και εφοδιαστικές υπηρεσίες στην περιοχή, καθώς και οι κατά καιρούς απαγορευτικές για τη βιομηχανία ρυθμίσεις της Πολιτείας.

Έτσι ο μεταφορικός / αποθηκευτικός / χονδρεμπορικός τομέας και οι μεγάλες εμπορικές αναπτύξεις, κυρίως κατά μήκος του Κηφισού, δημιούργησαν έναν ολοένα ασφυκτικότερο κλοιό γύρω από την βιομηχανική γη.